- ευρύπορος
- εὐρύπορος, -ον (ΑΜ)(για τη θάλασσα) με πλατιά περάσματα, όπου μπορούν πολλά πλοία να ταξιδεύουν σε διάφορες διευθύνσεις («μέγα κῡμα θαλάσσης εὐρυπόροιο», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + πόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐρύπορος — with broad ways masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρύπορον — εὐρύπορος with broad ways masc/fem acc sg εὐρύπορος with broad ways neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυπόροιο — εὐρύπορος with broad ways masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυπόροισι — εὐρύπορος with broad ways masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυπόροισιν — εὐρύπορος with broad ways masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυπόρου — εὐρύπορος with broad ways masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυπόρους — εὐρύπορος with broad ways masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρύποροι — εὐρύπορος with broad ways masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek